- Χονδρό
- Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα κοντά στην Πάτμο και ανάμεσα στο νησί αυτό και στους Λειψούς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Liste der Dodekanes-Inseln — Karte mit allen Koordinaten: OSM, Google oder … Deutsch Wikipedia
θυρεοειδοεπιγλωττιδικός — και θυρεοεπιγλωττιδικός, ή, ό ανατ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θυρεοειδή χόνδρο και στην επιγλωττίδα τού λάρυγγα («θυρεοεπιγλωττιδικός μυς» ο μυς που συνδέει τον θυρεοειδή χόνδρο με την επιγλωττίδα). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ.… … Dictionary of Greek
θυρεοϋοειδής — ές ανατ. αυτός που έχει σχέση με τον θυρεοειδή χόνδρο και με το υοειδές οστό («θυρεοϋοειδής μυς» μυς τού τραχήλου που βρίσκεται κάτω από το υοειδές οστό και τό συνδέει με τον θυρεοειδή χόνδρο). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thyrohyoid <… … Dictionary of Greek
συγχόνδρωση — η / συγχόνδρωσις, ώσεως, ΝΑ η σύμφυση δύο οστών σε χόνδρο ή με χόνδρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χόνδρος + κατάλ. ωσις (< ρ. σε ῶ/ όω)] … Dictionary of Greek
χόνδρινος — η, ο / χόνδρινος, ίνη, ον, ΝΑ νεοελλ. αυτός που αποτελείται από χόνδρο, από ελαστικό και ανθεκτικό ζωικό ιστό αρχ. ο παρασκευασμένος από χόνδρο, από χοντροαλεσμένο σιτάρι ή κριθάρι («ὅν καλέουσι κεῑνοι κριμνατίαν, οἱ δ ἄλλοι χόνδρινον ἄρτον»,… … Dictionary of Greek
Chondrocyte — Les chondrocytes (du grec: χονδρο, cartilage, et χντος, cellule) sont les cellules composant le cartilage. Ce sont des cellules arrondies et volumineuses (d un diamètre de 10 à 40 µm) présentes dans le cartilage. Elles possèdent un noyau… … Wikipédia en Français
αποκόλληση — Παθολογικός αποχωρισμός ιστών στα μέρη με τα οποία συνδέονται ή συμφύονται φυσιολογικά. Οι α. μπορεί να παρατηρηθούν σε διάφορα σημεία του οργανισμού, στο δέρμα, στο περιόστεο κλπ. α. των επιφύσεων στα παιδιά.Πάθηση κατά την οποία προκαλείται… … Dictionary of Greek
αρυταινοειδής — ές (Α ἀρυταινοειδής, [ οῡς], ές) αυτός που μοιάζει στο σχήμα με αρύταινα* (αποδίδεται στον τρίτο χόνδρο του λάρυγγα) (Γαληνός) νεοελλ. «αρυταινοειδείς μύες» ζεύγος μυών που κλείνουν την είσοδο του λάρυγγα κατά την κατάποση … Dictionary of Greek
εκχονδρίζω — ἐκχονδρίζω (Α) ιατρ. αφαιρώ χόνδρο … Dictionary of Greek
επιφυσιόλυση — η ιατρ. η παθολογική λύση τής επίφυσης ενός οστού από τη διάφυσή* του, στο σημείο όπου ενώνεται με τον συζευκτικό χόνδρο … Dictionary of Greek